- κείρων
- κείρωkṛṇā´tipres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόειμι — (I) Α [εἶμι] 1. προχωρώ, πορεύομαι προς τα εμπρός («κατὰ βραχὺ προϊὼν καὶ κείρων ἅμα τὴν γῆν», Θουκ.) 2. (για χρόνο) παρέρχομαι, περνώ («προϊόντος... τοῡ χρόνου», Ηρόδ.) 3. (για αναγνώστη ή ομιλητή) εξακολουθώ, συνεχίζω («προϊὼν καὶ ἀναγιγνώσκων» … Dictionary of Greek
ԿՏՐԻՉ — (րչի, չաց.) NBH 1 1132 Chronological Sequence: Early classical, 12c ա.գ. κείρων tondens. կտրօղ, այսինքն խուզօղ խաշանց. ... *Իբրեւ որոջ առաջի կտրչի անմռունչ կայ. Ես. ՟Ժ՟Գ. 7: Եւ գործի կարելոյ. յօտոց. կտրոց. դանակ. *Կտրելն սու՛ր կտրչով արա. Վստկ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)